- μεταλλογράφος
- ο1) специалист по металлографии; 2) резчик по металлу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταλλογράφος — ο, η αυτός που ασχολείται με τη μεταλλογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + γράφος (< γράφω)] … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… … Dictionary of Greek
μεταλλογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταλλογραφία ή στον μεταλλογράφο. επίρρ... μεταλλογραφικώς και ά με μεταλλογραφικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλογράφος] … Dictionary of Greek